- ουρλιάζω
- ούρλιασα και ούρλιαξα1. για σκύλο, γαβγίζω χαρακτηριστικά, σκούζω.2. μτφ., για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, σκούζω, τσιρίζω, ωρύομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουρλιάζω — ουρλιάζω, ούρλιαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ουρλιάζω — 1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω 2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ επίδραση τού ιταλ. urlare] … Dictionary of Greek
ρυάζομαι — ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… … Dictionary of Greek
ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] … Dictionary of Greek
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek